επικατάληψις

επικατάληψις
ἐπικατάληψις, ἡ (Α) [επικαταλαμβάνω]
το να προφθάνει κανείς, το να φθάνει στο ίδιο ύψος με άλλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐπικατάληψιν — ἐπικατάληψις overtaking fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαταλήψεως — ἐπικαταλήψεω̆ς , ἐπικατάληψις overtaking fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”